Το Μουσείο του Λούβρου
μέσα από τον Dan Brown (Μέρος 4ο)
Αποκορύφωμα, ωστόσο, αποτελεί η αφήγηση του συγγραφέα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, με μια μοναδική περιγραφή της πλατείας και των πυραμίδων του Λούβρου. Παρουσιάζει τα αξιοθέατα με μια μυστικιστική, θα έλεγε κανείς, ματιά εντάσσοντας στην αφήγηση του ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Συνδυάζει πληροφορίες, γεγονότα, γεωμετρίες και την φαντασία του προκειμένου να πλάσει ένα εξαιρετικό μύθο. Κατά συνέπεια τα διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία λαμβάνουν μια νέα διάσταση, αυτή του μυστήριου και του φανταστικού. Η αφήγηση λαμβάνει επική διάσταση και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί είναι καθηλωτική.
«Συνέχισε να κινείται προς το νότο, ακολουθώντας με το βλέμμα του τη γραμμή που σχημάτιζαν οι δίσκοι. Με τα μάτια καρφωμένα στο δρόμο, προχώρησε πάνω στο μονοπάτι. Τη στιγμή που έστριψε στη γωνία της Κομεντί Φρανσέζ ένας ακόμα χάλκινος δίσκος πέρασε κάτω από τα πόδια του. Ναι!.
Οι δρόμοι του Παρισιού, όπως είχε μάθει πριν από χρόνια ο Λάνγκντον, ήταν διακοσμημένοι με συνολικά εκατόν τριάντα πέντε τέτοιους χάλκινους δίσκους, τοποθετημένους σε πεζοδρόμια, αυλές και δρόμους πάνω στον άξονα βορρά – νότου σε ολόκληρη την πόλη. Μια φορά είχε ακολουθήσει τη γραμμή Σακρέ-Κερ μέχρι το Αστεροσκοπείο του Παρισιού, περνώντας πάνω από τον Σηκουάνα. Είχε ανακαλύψει τη σημασία του ιερού μονοπατιού που είχε ακολουθήσει.
Ο αρχικός πρωτεύων μεσημβρινός της Γης.
Το πρώτο γεωγραφικό μήκος 0 στον κόσμο.
Η πανάρχαια Ρόδινη Γραμμή του Παρισιού.
Τώρα, καθώς διέσχιζε γρήγορα την οδό Ριβολί, ένιωθε ότι πλησίαζε στον προορισμό του. Βρισκόταν λιγότερο από ένα τετράγωνο μακριά.
[…]
Η μια αποκάλυψη ακολουθούσε την άλλη… Η αρχαία γραφή για το Ρόσλιν που είχε επιλέξει ο Σονιέρ… Η λεπίδα και το κύπελλο… Ο τάφος που ήταν κυκλωμένος με έργα τέχνης Μεγάλων Δασκάλων.
[…]
Άρχισε να τρέχει τώρα, νιώθοντας τη Ρόδινη Γραμμή κάτω από τα πόδια του να τον οδηγεί, να τον κατευθύνει στον προορισμό του. Φτάνοντας στη Διάβαση Ρισελιέ αισθάνθηκε το σώμα του να ανατριχιάζει από την προσμονή. Ήξερε ότι στο τέλος της τον περίμενε ένα από τα πλέον μυστηριώδη μνημεία του Παρισιού. Χτισμένο τη δεκαετία του 1980, ήταν μια ιδέα του Φρανσουά Μιτεράν, της «Σφίγγας», του ανθρώπου τον οποίο οι φήμες ήθελαν να κινείται σε μυστήριους κύκλους, του ατόμου που το τελευταίο του κληροδότημα στο Παρίσι ήταν ένα μέρος που ο Ρόμπερτ είχες επισκεφτεί λίγες μέρες νωρίτερα.
[…]
Ο Λάνγκντον ανέβηκε τρέχοντας από το πέρασμα και βρέθηκε σε ένα γνώριμο χώρο. Τότε μόνο σταμάτησε. Λαχανιασμένος, σήκωσε τα μάτια του αργά στο γυαλιστερό οικοδόμημα που υψωνόταν μπροστά του. Ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει…
Η Πυραμίδα του Λούβρου.
Ακτινοβολούσε μες στο σκοτάδι.
Έμεινε να τη θαυμάζει για λίγο μόνο. Τον ενδιέφερε περισσότερο αυτό που βρισκόταν στα δεξιά του. Γύρισε προς τα εκεί, αφήνοντας τα πόδια του να οδηγηθούν και πάλι από το αόρατο μονοπάτι της πανάρχαιας Ρόδινης Γραμμής, που τον έφερε στην άλλη άκρη της αυλής, στην Πλατεία του Καρουσέλ, έναν τεράστιο κύκλο από γρασίδι ζωσμένο από περιποιημένους θάμνους. Αυτός ήταν κάποτε ένας χώρος λατρείας της φύσης, όπου δοξάζονταν η γονιμότητα και η Μεγάλη Θεά.
Ο Ρόμπερτ αισθάνθηκε σαν αν έμπαινε σε έναν άλλο κόσμο τη στιγμή που πέρασε πάνω από τους θάμνους και πάτησε στο γρασίδι. Αυτός ο ιερός τόπος φιλοξενούσε τώρα ένα από τα πιο ιδιότυπα μνημεία της πόλης. Στο κέντρο του ανοιγόταν ένα κρυστάλλινο χάσμα που οδηγούσε βαθιά μες στη γη, η γυάλινη Ανεστραμμένη Πυραμίδα που είχε δει πριν από μερικές νύχτες, όταν είχε βρεθεί στον υπόγειο προθάλαμο του Λούβρου.
La Pyramide Inversee
Τρέμοντας, πήγε μέχρι το χείλος της και κοίταξε κάτω, το τεράστιο υπόγειο συγκρότημα του Λούβρου, φωτισμένο με λάμπες που βύθιζαν σε μια κεχριμπαρένια λάμψη στο χώρο. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο όχι μόνο στην τεράστια πυραμίδα αλλά και σε αυτό που υπήρχε ακριβώς από κάτω της. Εκεί, στο δάπεδο της υπόγειας αίθουσας, υπήρχε μια μικροσκοπική κατασκευή την οποία ο Λάνγκντον είχε αναφέρει στο σύγγραμμά του.
Αυτό που φάνταζε αδιανόητο αποδεικνυόταν πραγματικότητα. Υψώνοντας και πάλι το βλέμμα του στο Λούβρο, αισθάνθηκε τις τεράστιες πτέρυγες του μουσείου να τον περιβάλλουν με τρυφερότητα, αίθουσες γεμάτες έργα των κορυφαίων καλλιτεχνών, των Μεγάλων Δασκάλων.
Ντα Βίντσι… Μποτιτσέλι…
[…]
Γεμάτος δέος, κοίταξε ξανά προς τα κάτω τη μικροσκοπική κατασκευή στο δάπεδο της υπόγειας αίθουσας.
Πρέπει να κατέβω εκεί!
Εγκαταλείποντας την κυκλική πλατεία, διέσχισε τρέχοντας την αυλή με κατεύθυνση προς την είσοδο του Λούβρου. Οι τελευταίοι επισκέπτες εγκατέλειπαν σιγά σιγά το μουσείο.
Πέρασε από την περιστρεφόμενη πόρτα και κατέβηκε τη γυριστή σκάλα που οδηγούσε στον προθάλαμο. Ο αέρας ήταν πιο δροσερός εκεί κάτω. Όταν έφτασε στο τέλος της σκάλας, προχώρησε στο μακρύ διάδρομο που εκτεινόταν κάτω από την αυλή του Λούβρου και οδηγούσε στον τεράστιο φεγγίτη. Κατέληγε σεμια μεγάλη αίθουσα. Μπροστά στα μάτια του, κρεμασμένη ανάποδα από ψηλά, άστραφτε η Ανεστραμμένη Πυραμίδα, μια εντυπωσιακή γυάλινη κατασκευή σε σχήμα V.
Το κύπελλο.
Ο Λάνγκντον την περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω. Το βλέμμα του σταμάτησε στην κορυφή της, η οποία απείχε λιγότερο από δύο μέτρα από το πάτωμα. Εκεί, ακριβώς από κάτω της, βρισκόταν η μικροσκοπική κατασκευή.
Μια πυραμίδα-μινιατούρα. Με ύψος λιγότερο από ένα μέτρο, ήταν η μοναδική κατασκευή σε αυτό το κολοσσιαίο συγκρότημα που είχε δημιουργηθεί σε τόσο μικρή κλίμακα.
Στο σύγγραμμά του, στο σημείο όπου αναφερόταν στην ανεκτίμητη συλλογή έργων τέχνης που σχετίζονταν με τη Μεγάλη Θεά, ο Ρόμπερτ είχε σημειώσει παρενθετικά και την παρουσία αυτής της ταπεινής πυραμίδας. «Αυτή η μινιατούρα προεξέχει από το δάπεδο σαν να ήταν η κορυφή ενός παγόβουνου, το άκρο μιας τεράστιας πυραμιδικής αίθουσας κατασκευασμένης ακόμα πιο βαθιά μέσα στο έδαφος», είχε γράψει.
Φωτισμένες από τα απαλά φώτα του έρημου προθαλάμου, οι δύο πυραμίδες έδειχναν η μία προς την άλλη, τέλεια ευθυγραμμισμένες, με τις κορυφές τους σε απόσταση αναπνοής.
Το κύπελλο πάνω, η λεπίδα κάτω.»
Μυθιστόρημα: Ο Κώδικας DA Vinci
«Συνέχισε να κινείται προς το νότο, ακολουθώντας με το βλέμμα του τη γραμμή που σχημάτιζαν οι δίσκοι. Με τα μάτια καρφωμένα στο δρόμο, προχώρησε πάνω στο μονοπάτι. Τη στιγμή που έστριψε στη γωνία της Κομεντί Φρανσέζ ένας ακόμα χάλκινος δίσκος πέρασε κάτω από τα πόδια του. Ναι!.
Οι δρόμοι του Παρισιού, όπως είχε μάθει πριν από χρόνια ο Λάνγκντον, ήταν διακοσμημένοι με συνολικά εκατόν τριάντα πέντε τέτοιους χάλκινους δίσκους, τοποθετημένους σε πεζοδρόμια, αυλές και δρόμους πάνω στον άξονα βορρά – νότου σε ολόκληρη την πόλη. Μια φορά είχε ακολουθήσει τη γραμμή Σακρέ-Κερ μέχρι το Αστεροσκοπείο του Παρισιού, περνώντας πάνω από τον Σηκουάνα. Είχε ανακαλύψει τη σημασία του ιερού μονοπατιού που είχε ακολουθήσει.
Ο αρχικός πρωτεύων μεσημβρινός της Γης.
Το πρώτο γεωγραφικό μήκος 0 στον κόσμο.
Η πανάρχαια Ρόδινη Γραμμή του Παρισιού.
Τώρα, καθώς διέσχιζε γρήγορα την οδό Ριβολί, ένιωθε ότι πλησίαζε στον προορισμό του. Βρισκόταν λιγότερο από ένα τετράγωνο μακριά.
[…]
Η μια αποκάλυψη ακολουθούσε την άλλη… Η αρχαία γραφή για το Ρόσλιν που είχε επιλέξει ο Σονιέρ… Η λεπίδα και το κύπελλο… Ο τάφος που ήταν κυκλωμένος με έργα τέχνης Μεγάλων Δασκάλων.
[…]
Άρχισε να τρέχει τώρα, νιώθοντας τη Ρόδινη Γραμμή κάτω από τα πόδια του να τον οδηγεί, να τον κατευθύνει στον προορισμό του. Φτάνοντας στη Διάβαση Ρισελιέ αισθάνθηκε το σώμα του να ανατριχιάζει από την προσμονή. Ήξερε ότι στο τέλος της τον περίμενε ένα από τα πλέον μυστηριώδη μνημεία του Παρισιού. Χτισμένο τη δεκαετία του 1980, ήταν μια ιδέα του Φρανσουά Μιτεράν, της «Σφίγγας», του ανθρώπου τον οποίο οι φήμες ήθελαν να κινείται σε μυστήριους κύκλους, του ατόμου που το τελευταίο του κληροδότημα στο Παρίσι ήταν ένα μέρος που ο Ρόμπερτ είχες επισκεφτεί λίγες μέρες νωρίτερα.
[…]
Ο Λάνγκντον ανέβηκε τρέχοντας από το πέρασμα και βρέθηκε σε ένα γνώριμο χώρο. Τότε μόνο σταμάτησε. Λαχανιασμένος, σήκωσε τα μάτια του αργά στο γυαλιστερό οικοδόμημα που υψωνόταν μπροστά του. Ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει…
Η Πυραμίδα του Λούβρου.
Ακτινοβολούσε μες στο σκοτάδι.
Έμεινε να τη θαυμάζει για λίγο μόνο. Τον ενδιέφερε περισσότερο αυτό που βρισκόταν στα δεξιά του. Γύρισε προς τα εκεί, αφήνοντας τα πόδια του να οδηγηθούν και πάλι από το αόρατο μονοπάτι της πανάρχαιας Ρόδινης Γραμμής, που τον έφερε στην άλλη άκρη της αυλής, στην Πλατεία του Καρουσέλ, έναν τεράστιο κύκλο από γρασίδι ζωσμένο από περιποιημένους θάμνους. Αυτός ήταν κάποτε ένας χώρος λατρείας της φύσης, όπου δοξάζονταν η γονιμότητα και η Μεγάλη Θεά.
Ο Ρόμπερτ αισθάνθηκε σαν αν έμπαινε σε έναν άλλο κόσμο τη στιγμή που πέρασε πάνω από τους θάμνους και πάτησε στο γρασίδι. Αυτός ο ιερός τόπος φιλοξενούσε τώρα ένα από τα πιο ιδιότυπα μνημεία της πόλης. Στο κέντρο του ανοιγόταν ένα κρυστάλλινο χάσμα που οδηγούσε βαθιά μες στη γη, η γυάλινη Ανεστραμμένη Πυραμίδα που είχε δει πριν από μερικές νύχτες, όταν είχε βρεθεί στον υπόγειο προθάλαμο του Λούβρου.
La Pyramide Inversee
Τρέμοντας, πήγε μέχρι το χείλος της και κοίταξε κάτω, το τεράστιο υπόγειο συγκρότημα του Λούβρου, φωτισμένο με λάμπες που βύθιζαν σε μια κεχριμπαρένια λάμψη στο χώρο. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο όχι μόνο στην τεράστια πυραμίδα αλλά και σε αυτό που υπήρχε ακριβώς από κάτω της. Εκεί, στο δάπεδο της υπόγειας αίθουσας, υπήρχε μια μικροσκοπική κατασκευή την οποία ο Λάνγκντον είχε αναφέρει στο σύγγραμμά του.
Αυτό που φάνταζε αδιανόητο αποδεικνυόταν πραγματικότητα. Υψώνοντας και πάλι το βλέμμα του στο Λούβρο, αισθάνθηκε τις τεράστιες πτέρυγες του μουσείου να τον περιβάλλουν με τρυφερότητα, αίθουσες γεμάτες έργα των κορυφαίων καλλιτεχνών, των Μεγάλων Δασκάλων.
Ντα Βίντσι… Μποτιτσέλι…
[…]
Γεμάτος δέος, κοίταξε ξανά προς τα κάτω τη μικροσκοπική κατασκευή στο δάπεδο της υπόγειας αίθουσας.
Πρέπει να κατέβω εκεί!
Εγκαταλείποντας την κυκλική πλατεία, διέσχισε τρέχοντας την αυλή με κατεύθυνση προς την είσοδο του Λούβρου. Οι τελευταίοι επισκέπτες εγκατέλειπαν σιγά σιγά το μουσείο.
Πέρασε από την περιστρεφόμενη πόρτα και κατέβηκε τη γυριστή σκάλα που οδηγούσε στον προθάλαμο. Ο αέρας ήταν πιο δροσερός εκεί κάτω. Όταν έφτασε στο τέλος της σκάλας, προχώρησε στο μακρύ διάδρομο που εκτεινόταν κάτω από την αυλή του Λούβρου και οδηγούσε στον τεράστιο φεγγίτη. Κατέληγε σεμια μεγάλη αίθουσα. Μπροστά στα μάτια του, κρεμασμένη ανάποδα από ψηλά, άστραφτε η Ανεστραμμένη Πυραμίδα, μια εντυπωσιακή γυάλινη κατασκευή σε σχήμα V.
Το κύπελλο.
Ο Λάνγκντον την περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω. Το βλέμμα του σταμάτησε στην κορυφή της, η οποία απείχε λιγότερο από δύο μέτρα από το πάτωμα. Εκεί, ακριβώς από κάτω της, βρισκόταν η μικροσκοπική κατασκευή.
Μια πυραμίδα-μινιατούρα. Με ύψος λιγότερο από ένα μέτρο, ήταν η μοναδική κατασκευή σε αυτό το κολοσσιαίο συγκρότημα που είχε δημιουργηθεί σε τόσο μικρή κλίμακα.
Στο σύγγραμμά του, στο σημείο όπου αναφερόταν στην ανεκτίμητη συλλογή έργων τέχνης που σχετίζονταν με τη Μεγάλη Θεά, ο Ρόμπερτ είχε σημειώσει παρενθετικά και την παρουσία αυτής της ταπεινής πυραμίδας. «Αυτή η μινιατούρα προεξέχει από το δάπεδο σαν να ήταν η κορυφή ενός παγόβουνου, το άκρο μιας τεράστιας πυραμιδικής αίθουσας κατασκευασμένης ακόμα πιο βαθιά μέσα στο έδαφος», είχε γράψει.
Φωτισμένες από τα απαλά φώτα του έρημου προθαλάμου, οι δύο πυραμίδες έδειχναν η μία προς την άλλη, τέλεια ευθυγραμμισμένες, με τις κορυφές τους σε απόσταση αναπνοής.
Το κύπελλο πάνω, η λεπίδα κάτω.»
Μυθιστόρημα: Ο Κώδικας DA Vinci
Το Μουσείο του Λούβρου
μέσα από τον Dan Brown (Μέρος 3ο)
Η περιγραφή του μουσείου από τον συγγραφέα γίνεται σε ορισμένα σημεία πολύ λεπτομερής γεγονός που φαίνεται από την περιγραφή των τουαλετών.
« « Νομίζω ότι θα ήθελα να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα».
Ο Φασέ προσπάθησε να μη δείξει τον εκνευρισμό του για την καθυστέρηση.
« Την τουαλέτα… Φυσικά. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα λίγων λεπτών». Έγνεψε προς το διάδρομο, προς την κατεύθυνση από όπου είχαν έρθει. «Οι τουαλέτες βρίσκονται πίσω, κοντά στο γραφείο του εφόρου».
Ο Λάνγκντον δίστασε δείχνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση στο βάθος της Μεγάλης Στοάς.
« Έχω την εντύπωση ότι οι πιο κοντινές τουαλέτες είναι προς τα εκεί».
Ο Φασέ συνειδητοποίησε ότι ο Αμερικάνος είχε δίκιο. Είχαν ήδη διασχίσει τα δύο τρίτα της γαλαρίας, και στο τέλος της Μεγάλης Στοάς υπήρχαν δύο τουαλέτες.
« Θα θέλατε να σας συνοδέψω;»
Ο Λάνγκντον έγνεψε αρνητικά, έχοντας ήδη αρχίσει να κινείται προς το βάθος της στοάς.
«Δεν είναι απαραίτητο. Νομίζω ότι θα μου κάνει καλό να μείνω λίγα λεπτά μόνος».
Του Φασέ δεν του άρεσε και τόσο η ιδέα να αφήσει τον Αμερικάνο να περιφέρεται μόνος στο χώρο, όμως τον καθησύχαζε η σκέψη ότι η Μεγάλη Στοά κατέληγε σε αδιέξοδο και ότι η μόνη έξοδος βρισκόταν στην άλλη άκρη, εκεί από όπου είχαν έρθει, περνώντας κάτω από την καγκελόπορτα. Παρότι οι γαλλικοί κανονισμοί πυρασφάλειας απαιτούσαν να υπάρχουν αρκετές έξοδοι κινδύνου σε έναν τόσο μεγάλο χώρο, αυτές είχαν σφραγιστεί αυτόματα όταν ο Σονιέρ έθεσε σε λειτουργία το σύστημα ασφάλειας.»
[…]
«Ο Ρόμπερτ Λάνγκντον ένιωθε ζαλισμένος καθώς προχωρούσε με κουρασμένο βήμα προς το βάθος της Μεγάλης Στοάς. Άκουγε το τηλεφωνικό μήνυμα της Σοφί ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό του. Στο τέρμα της γαλαρίας της γαλαρίας φωτεινές πινακίδες με τα χαρακτηριστικά ανθρωπάκια τον οδήγησαν μέσα από ένα λαβύρινθο διαχωριστικών πάνω στα οποία εκτίθεντο ιταλικοί πίνακες. Τα διαχωριστικά αυτά χρησίμευαν για να κρύβουν τα αποχωρητήρια από την κοινή θέα.
Όταν βρήκε τελικά τις αντρικές τουαλέτες, ο Λάνγκτον μπήκε μέσα και άναψε τα φώτα.
Το δωμάτιο ήταν άδειο. Προχώρησε προς το νιπτήρα, έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του και προσπάθησε να συνέλθει. Το έντονο φως των λαμπτήρων φθορίου έκανε τα απέριττα πλακάκια να αστράφτουν. Το δωμάτιο μύριζε αμμωνία. Την ώρα που στέγνωνε τα χέρια του με την πετσέτα άκουσε ένα τρίξιμο στην πόρτα πίσω του. Στράφηκε απότομα.»
[…] «Στράφηκε ξανά προς το παράθυρο, παρατηρώντας προσεκτικά το πλέγμα ασφαλείας που ήταν ενσωματωμένο στο τζάμι. Πίσω από το γυαλί, δεκαέξι μέτρα πιο κάτω, τους περίμενε το πεζοδρόμιο. Ένα άλμα από τέτοιο ύψος θα άφηνε τον Λάνγκτον με δύο σπασμένα πόδια. Στην καλύτερη περίπτωση…»
Εκτός όμως από την αφήγηση μέσα στο χώρο των αποχωρητηρίων, θα έλεγα ότι η περιγραφή του Λούβρου από τον συγγραφέα είναι ενδελεχής και για ένα ακόμη λόγο: την ύπαρξη μιας σκηνής που εκτυλίσσεται στην αίθουσα όπου βρίσκεται η Μόνα Λίζα γνωστή ως το Περίπτερο των Κρατών. Θα προσπαθήσω να παραθέσω τα σημαντικότερα κομμάτια χωρίς να γίνει κουραστική η ανάγνωση με περιττές αφηγήσεις. Προηγείται μια περιγραφή διαδρόμων που ακολουθεί την πορεία του πρωταγωνιστή μετά την έξοδο του από τις τουαλέτες προτού βρεθεί στο Περίπτερο των Κρατών. Το ύφος της αφήγησης παραμένει το ίδιο. Ο συγγραφέας αποδίδει ξεχωριστές πτυχές των χώρων στα πλαίσια μιας δραματικής περιγραφής. « Όταν ο Λάνγκτον έφτασε στο τέλος της σκάλας, η όσφρησή του κατακλύστηκε από μια μυρωδιά λινελαίου και ασβεστοκονιάματος. Μπροστά του μια φωτεινή πινακίδα που έγραφε «Έξοδος» στα γαλλικά και στα αγγλικά έδειχνε προς την κατεύθυνση ενός μακριού διαδρόμου. Ο Λάνγκντον προχώρησε στο διάδρομο. Στα δεξιά έχασκε μια τεράστια σκοτεινή αίθουσα συντήρησης. Μέσα από αυτή τον παρατηρούσε μια στρατιά από αγάλματα σε διάφορα στάδια αποκατάστασης. Στα αριστερά του είδε μια σειρά από αίθουσες που θύμιζαν τα εργαστήρια όπου γίνονταν τα μαθήματα τέχνης στο Χάρβαρντ. Στο εσωτερικό τους υπήρχαν σειρές από καβαλέτα, πίνακες, παλέτες και εργαλεία για το τελάρωμα-μια κανονική γραμμή παραγωγής τέχνης.»[…] « Σε αντίθεση με την τεράστια φήμη της, η Μόνα Λίζα είχε διαστάσεις που μετά βίας άγγιζαν τα ογδόντα επί πενήντα τέσσερα εκατοστά – δηλαδή, ήταν ακόμα μικρότερη και από τις αφίσες της που πωλούνταν στο κατάστημα δώρων μέσα στο Λούβρο. Ο πίνακας βρισκόταν κρεμασμένος στο βορειοδυτικό τοίχο του Περιπτέρου των Κρατών, πίσω από ένα προστατευτικό διαχωριστικό πλεξιγκλάς πάχους πέντε εκατοστών.»[…] « Ο Λάνγκντον, έχοντας ξεκαθαρίσει στη Σοφί ότι δεν είχε καμία πρόθεση να φύγει, κατευθύνθηκε μαζί της προς την άλλη άκρη το περιπτέρου των κρατών. Η Μόνα Λίζα απείχε ακόμα είκοσι μέτρα όταν άναψε η νεαρή κρυπτογράφος το μαύρο φως. Η βιολετιά δέσμη σάρωσε το πάτωμα μπροστά τους καθώς η Σοφί τη μετακινούσε πέρα δώθε, μιμούμενη τις κινήσεις των ναρκαλιευτών, αναζητώντας κάποιο ίχνος της αόρατης μελάνης.»[…] «Με δυσκολία διέκρινε τι υπήρχε πέρα από τη δέσμη του μοβ φωτός που έριχνε ο μικρός φακός που κρατούσε στο χέρι της η Σοφί. Στα αριστερά ο οχταγωνικός καναπές που διέθετε η αίθουσα αναδύθηκε ξαφνικά από το σκοτάδι, σαν ένα μοναχικό νησί μέσα στην άδεια θάλασσα του παρκέ δαπέδου. Ο Λάνγκντον μπορούσε τώρα να διακρίνει τη σκούρα βιτρίνα από γυαλί στον τοίχο. Πίσω της, όπως ήξερε πολύ καλά, βρισκόταν κρεμασμένο το διασημότερο πορτρέτο στον κόσμο.»[…] «Καλύπτοντας τα τελευταία μέτρα που τη χώριζαν από τη Μόνα Λίζα με μεγάλα βήματα, φώτισε το δάπεδο ακριβώς μπροστά από τον πίνακα. Σάρωσε με τη δέσμη του φωτός το γυμνό πάτωμα.» […]
« « Νομίζω ότι θα ήθελα να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα».
Ο Φασέ προσπάθησε να μη δείξει τον εκνευρισμό του για την καθυστέρηση.
« Την τουαλέτα… Φυσικά. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα λίγων λεπτών». Έγνεψε προς το διάδρομο, προς την κατεύθυνση από όπου είχαν έρθει. «Οι τουαλέτες βρίσκονται πίσω, κοντά στο γραφείο του εφόρου».
Ο Λάνγκντον δίστασε δείχνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση στο βάθος της Μεγάλης Στοάς.
« Έχω την εντύπωση ότι οι πιο κοντινές τουαλέτες είναι προς τα εκεί».
Ο Φασέ συνειδητοποίησε ότι ο Αμερικάνος είχε δίκιο. Είχαν ήδη διασχίσει τα δύο τρίτα της γαλαρίας, και στο τέλος της Μεγάλης Στοάς υπήρχαν δύο τουαλέτες.
« Θα θέλατε να σας συνοδέψω;»
Ο Λάνγκντον έγνεψε αρνητικά, έχοντας ήδη αρχίσει να κινείται προς το βάθος της στοάς.
«Δεν είναι απαραίτητο. Νομίζω ότι θα μου κάνει καλό να μείνω λίγα λεπτά μόνος».
Του Φασέ δεν του άρεσε και τόσο η ιδέα να αφήσει τον Αμερικάνο να περιφέρεται μόνος στο χώρο, όμως τον καθησύχαζε η σκέψη ότι η Μεγάλη Στοά κατέληγε σε αδιέξοδο και ότι η μόνη έξοδος βρισκόταν στην άλλη άκρη, εκεί από όπου είχαν έρθει, περνώντας κάτω από την καγκελόπορτα. Παρότι οι γαλλικοί κανονισμοί πυρασφάλειας απαιτούσαν να υπάρχουν αρκετές έξοδοι κινδύνου σε έναν τόσο μεγάλο χώρο, αυτές είχαν σφραγιστεί αυτόματα όταν ο Σονιέρ έθεσε σε λειτουργία το σύστημα ασφάλειας.»
[…]
«Ο Ρόμπερτ Λάνγκντον ένιωθε ζαλισμένος καθώς προχωρούσε με κουρασμένο βήμα προς το βάθος της Μεγάλης Στοάς. Άκουγε το τηλεφωνικό μήνυμα της Σοφί ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό του. Στο τέρμα της γαλαρίας της γαλαρίας φωτεινές πινακίδες με τα χαρακτηριστικά ανθρωπάκια τον οδήγησαν μέσα από ένα λαβύρινθο διαχωριστικών πάνω στα οποία εκτίθεντο ιταλικοί πίνακες. Τα διαχωριστικά αυτά χρησίμευαν για να κρύβουν τα αποχωρητήρια από την κοινή θέα.
Όταν βρήκε τελικά τις αντρικές τουαλέτες, ο Λάνγκτον μπήκε μέσα και άναψε τα φώτα.
Το δωμάτιο ήταν άδειο. Προχώρησε προς το νιπτήρα, έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του και προσπάθησε να συνέλθει. Το έντονο φως των λαμπτήρων φθορίου έκανε τα απέριττα πλακάκια να αστράφτουν. Το δωμάτιο μύριζε αμμωνία. Την ώρα που στέγνωνε τα χέρια του με την πετσέτα άκουσε ένα τρίξιμο στην πόρτα πίσω του. Στράφηκε απότομα.»
[…] «Στράφηκε ξανά προς το παράθυρο, παρατηρώντας προσεκτικά το πλέγμα ασφαλείας που ήταν ενσωματωμένο στο τζάμι. Πίσω από το γυαλί, δεκαέξι μέτρα πιο κάτω, τους περίμενε το πεζοδρόμιο. Ένα άλμα από τέτοιο ύψος θα άφηνε τον Λάνγκτον με δύο σπασμένα πόδια. Στην καλύτερη περίπτωση…»
Εκτός όμως από την αφήγηση μέσα στο χώρο των αποχωρητηρίων, θα έλεγα ότι η περιγραφή του Λούβρου από τον συγγραφέα είναι ενδελεχής και για ένα ακόμη λόγο: την ύπαρξη μιας σκηνής που εκτυλίσσεται στην αίθουσα όπου βρίσκεται η Μόνα Λίζα γνωστή ως το Περίπτερο των Κρατών. Θα προσπαθήσω να παραθέσω τα σημαντικότερα κομμάτια χωρίς να γίνει κουραστική η ανάγνωση με περιττές αφηγήσεις. Προηγείται μια περιγραφή διαδρόμων που ακολουθεί την πορεία του πρωταγωνιστή μετά την έξοδο του από τις τουαλέτες προτού βρεθεί στο Περίπτερο των Κρατών. Το ύφος της αφήγησης παραμένει το ίδιο. Ο συγγραφέας αποδίδει ξεχωριστές πτυχές των χώρων στα πλαίσια μιας δραματικής περιγραφής. « Όταν ο Λάνγκτον έφτασε στο τέλος της σκάλας, η όσφρησή του κατακλύστηκε από μια μυρωδιά λινελαίου και ασβεστοκονιάματος. Μπροστά του μια φωτεινή πινακίδα που έγραφε «Έξοδος» στα γαλλικά και στα αγγλικά έδειχνε προς την κατεύθυνση ενός μακριού διαδρόμου. Ο Λάνγκντον προχώρησε στο διάδρομο. Στα δεξιά έχασκε μια τεράστια σκοτεινή αίθουσα συντήρησης. Μέσα από αυτή τον παρατηρούσε μια στρατιά από αγάλματα σε διάφορα στάδια αποκατάστασης. Στα αριστερά του είδε μια σειρά από αίθουσες που θύμιζαν τα εργαστήρια όπου γίνονταν τα μαθήματα τέχνης στο Χάρβαρντ. Στο εσωτερικό τους υπήρχαν σειρές από καβαλέτα, πίνακες, παλέτες και εργαλεία για το τελάρωμα-μια κανονική γραμμή παραγωγής τέχνης.»[…] « Σε αντίθεση με την τεράστια φήμη της, η Μόνα Λίζα είχε διαστάσεις που μετά βίας άγγιζαν τα ογδόντα επί πενήντα τέσσερα εκατοστά – δηλαδή, ήταν ακόμα μικρότερη και από τις αφίσες της που πωλούνταν στο κατάστημα δώρων μέσα στο Λούβρο. Ο πίνακας βρισκόταν κρεμασμένος στο βορειοδυτικό τοίχο του Περιπτέρου των Κρατών, πίσω από ένα προστατευτικό διαχωριστικό πλεξιγκλάς πάχους πέντε εκατοστών.»[…] « Ο Λάνγκντον, έχοντας ξεκαθαρίσει στη Σοφί ότι δεν είχε καμία πρόθεση να φύγει, κατευθύνθηκε μαζί της προς την άλλη άκρη το περιπτέρου των κρατών. Η Μόνα Λίζα απείχε ακόμα είκοσι μέτρα όταν άναψε η νεαρή κρυπτογράφος το μαύρο φως. Η βιολετιά δέσμη σάρωσε το πάτωμα μπροστά τους καθώς η Σοφί τη μετακινούσε πέρα δώθε, μιμούμενη τις κινήσεις των ναρκαλιευτών, αναζητώντας κάποιο ίχνος της αόρατης μελάνης.»[…] «Με δυσκολία διέκρινε τι υπήρχε πέρα από τη δέσμη του μοβ φωτός που έριχνε ο μικρός φακός που κρατούσε στο χέρι της η Σοφί. Στα αριστερά ο οχταγωνικός καναπές που διέθετε η αίθουσα αναδύθηκε ξαφνικά από το σκοτάδι, σαν ένα μοναχικό νησί μέσα στην άδεια θάλασσα του παρκέ δαπέδου. Ο Λάνγκντον μπορούσε τώρα να διακρίνει τη σκούρα βιτρίνα από γυαλί στον τοίχο. Πίσω της, όπως ήξερε πολύ καλά, βρισκόταν κρεμασμένο το διασημότερο πορτρέτο στον κόσμο.»[…] «Καλύπτοντας τα τελευταία μέτρα που τη χώριζαν από τη Μόνα Λίζα με μεγάλα βήματα, φώτισε το δάπεδο ακριβώς μπροστά από τον πίνακα. Σάρωσε με τη δέσμη του φωτός το γυμνό πάτωμα.» […]
«Και ο ίδιος άκουγε τώρα έξω στη Μεγάλη Στοά τον ήχο βημάτων που πλησίαζαν. « Από δω!» Η κοπέλα έσβησε το φακό και την ιδία στιγμή έγινε αόρατη για τα μάτια του. Προς στιγμήν ο Αμερικάνος καθηγητής βυθίστηκε σε απόλυτο σκοτάδι, νιώθοντας σαν τυφλός. Από δω! Καθώς η όραση του επανερχόταν σταδιακά, είδε τη σιλουέτα της Σοφί να τρέχει προς το κέντρο του δωματίου πίσω από τον οκταγωνικό καναπέ. Ήταν έτοιμος να κάνει το ίδιο, όταν μια βροντερή φωνή τον έκανε να παγώσει στη θέση του.»[…]
« Το αριστούργημα που εξέταζε ήταν ένας καμβάς ύψους ενάμισι περίπου μέτρου. Η παράδοξη σκηνή που είχε ζωγραφίσει ο Ντα Βίντσι απεικόνιζε την Παρθένο Μαρία καθισμένη σε μια μάλλον παράξενη στάση κρατώντας τον Ιησού βρέφος. Μαζί με τον Ιωάννη το Βαπτιστή και τον άγγελο Ουριήλ βρίσκονται πάνω σε μια επικίνδυνη προεξοχή βράχων. Όταν η Σοφί ήταν κοριτσάκι καμία επίσκεψη στη Μόνα Λίζα δεν ολοκληρωνόταν χωρίς να τη σύρει ο παππούς της στην άλλη άκρη της αίθουσας για να δει αυτό το δεύτερο πίνακα.»[…] « Ο πίνακας που έβλεπε μπροστά της δε διέθετε προστατευτικό διαχωριστικό πάνω στο οποίο θα μπορούσε να την περιμένει κάποιο άλλο μήνυμα και η Σοφί ήξερε ότι ο παππούς της σε καμία περίπτωση δε θα βανδάλιζε αυτό το αριστούργημα γράφοντας πάνω του. Το σκέφτηκε λίγο καλύτερα. Τουλάχιστον όχι στην μπροστινή πλευρά. Τα μάτια υψώθηκαν αυθόρμητα προς τα πάνω, ακολουθώντας τα μακριά καλώδια που κρέμονταν από την οροφή για να κρατάνε τον πίνακα. Μήπως αυτή είναι η απάντηση; Αρπάζοντας την αριστερή πλευρά της ξύλινης σκαλιστής κορνίζας, την τράβηξε προς το μέρος της. Ο πίνακας ήταν μεγάλος και η ξύλινη αρματούρα πάνω στην οποία ήταν απλωμένος ο μουσαμάς καμπύλωσε τη στιγμή που απομάκρυνε το κάδρο από τον τοίχο. Η Σοφί πέρασε το κεφάλι και τους ώμους της από πίσω και σήκωσε το φακό για να εξερευνήσει και αυτή την πλευρά.»[…] « Ελάχιστα λεπτά αργότερα, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, Ο Λάνγκντον κατέβαινε τρέχοντας μαζί με τη Σοφί τη σκάλα κινδύνου που οδηγούσε στο ισόγειο.»
Μυθιστόρημα: Ο Κώδικας DA Vinci
« Το αριστούργημα που εξέταζε ήταν ένας καμβάς ύψους ενάμισι περίπου μέτρου. Η παράδοξη σκηνή που είχε ζωγραφίσει ο Ντα Βίντσι απεικόνιζε την Παρθένο Μαρία καθισμένη σε μια μάλλον παράξενη στάση κρατώντας τον Ιησού βρέφος. Μαζί με τον Ιωάννη το Βαπτιστή και τον άγγελο Ουριήλ βρίσκονται πάνω σε μια επικίνδυνη προεξοχή βράχων. Όταν η Σοφί ήταν κοριτσάκι καμία επίσκεψη στη Μόνα Λίζα δεν ολοκληρωνόταν χωρίς να τη σύρει ο παππούς της στην άλλη άκρη της αίθουσας για να δει αυτό το δεύτερο πίνακα.»[…] « Ο πίνακας που έβλεπε μπροστά της δε διέθετε προστατευτικό διαχωριστικό πάνω στο οποίο θα μπορούσε να την περιμένει κάποιο άλλο μήνυμα και η Σοφί ήξερε ότι ο παππούς της σε καμία περίπτωση δε θα βανδάλιζε αυτό το αριστούργημα γράφοντας πάνω του. Το σκέφτηκε λίγο καλύτερα. Τουλάχιστον όχι στην μπροστινή πλευρά. Τα μάτια υψώθηκαν αυθόρμητα προς τα πάνω, ακολουθώντας τα μακριά καλώδια που κρέμονταν από την οροφή για να κρατάνε τον πίνακα. Μήπως αυτή είναι η απάντηση; Αρπάζοντας την αριστερή πλευρά της ξύλινης σκαλιστής κορνίζας, την τράβηξε προς το μέρος της. Ο πίνακας ήταν μεγάλος και η ξύλινη αρματούρα πάνω στην οποία ήταν απλωμένος ο μουσαμάς καμπύλωσε τη στιγμή που απομάκρυνε το κάδρο από τον τοίχο. Η Σοφί πέρασε το κεφάλι και τους ώμους της από πίσω και σήκωσε το φακό για να εξερευνήσει και αυτή την πλευρά.»[…] « Ελάχιστα λεπτά αργότερα, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, Ο Λάνγκντον κατέβαινε τρέχοντας μαζί με τη Σοφί τη σκάλα κινδύνου που οδηγούσε στο ισόγειο.»
Μυθιστόρημα: Ο Κώδικας DA Vinci
Το Μουσείο του Λούβρου
μέσα από τον Dan Brown (Μέρος 2ο)
Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου
εκτιλίσσονται στο χώρο του μουσείου, όπου διεξάγεται μια έρευνα-ανάκριση φόνου
με τον πρωταγωνιστή κύριο ύποπτο. Κατά συνέπεια έχουμε αρκετές περιγραφές του
εσωτερικού του μουσείου οι οποίες μάλιστα παρουσιάζουν το κτίριου τις βραδινές
ώρες. Ανάμεσα στις περιγραφές του, παραθέτει στοιχεία, πιθανώς άγνωστα στους
περισσότερους, με θρησκευτικό-συνομοσιολογικό ενδιαφέρον.
«Ο Λάνγκτον ακολούθησε τον αστυνόμο στην περίφημη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο αίθριο που βρισκόταν κάτω από τη γυάλινη πυραμίδα. Κατά την κάθοδο τους πέρασαν ανάμεσα από δύο φρουρούς της Δικαστικής Αστυνομίας οπλισμένουςν με πολυβόλ. Το μήνυμα ήταν σαφές: Κανείς δεν θα έμπαινε ούτε θα έβγαινε από το κτίριο απόψε χωρίς τις ευλογίες του αστυνόμου Φασέ. Κατεβαίνοντας κάτω από την επιφάνεια του εδάφους ο Ρόμπερτ προσπάθησε να ελέγξει το αίσθημα ανησυχίας που εντεινόταν μέσα του. Η παρουσία του Φασέ ήταν κάθε άλλο παρά παρηγορητική, ενώ στο ίδιο το Λούβρο επικρατούσε μια σχεδόν νεκρική ατμόσφαιρα αυτή την ώρα, κάνοντάς το να θύμιζει ταφικό μνημείο. Οι σκάλες φωτίζονταν διακριτικά από λάμπες ενσωματωμένες σε κάθε σκαλοπάτι, όπως ο διάδρομος κάποιου σκοτεινού κινηματογράφου. Ο Λάνγκτον μπορούσε να ακούσει τον ήχο των βημάτων του να αντηχεί στο γυαλί από πάνω τους. Σηκώνοντας τα μάτια του διέκρινε τα αχνά φωσφορίζοντα κουρέλια ομίχλης από τα σιντριβάνια να στροβιλίζονται και να χάνονται πίσω από τη διάφανη οροφή.
«Σας αρέσει;» ρώτησε ο Φασέ γνέφοντας προς τα πάνω με μια κίνηση του τετράγωνου πιγουνιού του.
Ο Αμερικάνος καθηγητής αναστέναξε. Ήταν πολύ κουρασμένος για να παίξει αυτό το παιχνίδι.
«Ναι, η πυραμίδα σας είναι υπέροχη.»
Ο φασέ ρουθούνισε ενοχλημένος.
«Μια παραφωνία στο όμορφο Παρίσι.»
Πρώτο σφάλμα. Ο Λάνγκτον κατάλαβε ότι ο οικοδεσπότης του ήταν άνθρωπος που δύσκολα ικανοποιούνταν. Αναρωτήθηκε αν ο Φασέ γνώριζε πώς αυτή η πυραμίδα είχε κατασκευαστεί από 666 υαλοπίνακες, κατόπιν ρητής εντολής του Προέδρου Μιτεράν, ένα παράδοξο αίτημα, το οποίο απότελεσε έκτοτε αγαπημένο θέμα συζήτησης για τους θιασώτες των θεωριών συνομωσίας που υποστηρίζαν ότι το 666 είναι ο αριθμός του Σατανά. Ο Λάνγκτον αποφάσισε να μην το αναφέρει. Καθώς κατέβαινε όλο και πιο κάτω ο πελώριος χώρος του υπόγειου αιθρίου άρχισε σιγά σιγά να αναδύεται απότ ις σκιές. Χτισμένη δεκαοχτώ περίπου μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, η νεόδμητη αίθουσα υποδοχής του Λούβρου, με συνολικό εμβαδόν 21.500 τ.μ., θύμιζε απέραντο σπήλαιο. Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκε μάρμαρο στο χρώμα της ώχρας, ώστε να ταιριάζει με τη μελιά απόχρωσή της πέτρας στην πρόσοψη του Λούβρου μερικά μέτρα πιο πάνω. Η υπόγεια αίοθουσα συνήθως έσφυζε από ζωή, κατακλυσμένη από το φως του ήλιου και τις φωνές των τουριστών. Απόψε όμως ήταν έρημη και σκοτεινή, βυθισμένη σε μια ψυχρή ατμόσφαιρα που θυμίζει κρύπτη.»[…]
«Ο Λάνγκτον ακολούθησε τον αστυνόμο στην περίφημη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο αίθριο που βρισκόταν κάτω από τη γυάλινη πυραμίδα. Κατά την κάθοδο τους πέρασαν ανάμεσα από δύο φρουρούς της Δικαστικής Αστυνομίας οπλισμένουςν με πολυβόλ. Το μήνυμα ήταν σαφές: Κανείς δεν θα έμπαινε ούτε θα έβγαινε από το κτίριο απόψε χωρίς τις ευλογίες του αστυνόμου Φασέ. Κατεβαίνοντας κάτω από την επιφάνεια του εδάφους ο Ρόμπερτ προσπάθησε να ελέγξει το αίσθημα ανησυχίας που εντεινόταν μέσα του. Η παρουσία του Φασέ ήταν κάθε άλλο παρά παρηγορητική, ενώ στο ίδιο το Λούβρο επικρατούσε μια σχεδόν νεκρική ατμόσφαιρα αυτή την ώρα, κάνοντάς το να θύμιζει ταφικό μνημείο. Οι σκάλες φωτίζονταν διακριτικά από λάμπες ενσωματωμένες σε κάθε σκαλοπάτι, όπως ο διάδρομος κάποιου σκοτεινού κινηματογράφου. Ο Λάνγκτον μπορούσε να ακούσει τον ήχο των βημάτων του να αντηχεί στο γυαλί από πάνω τους. Σηκώνοντας τα μάτια του διέκρινε τα αχνά φωσφορίζοντα κουρέλια ομίχλης από τα σιντριβάνια να στροβιλίζονται και να χάνονται πίσω από τη διάφανη οροφή.
«Σας αρέσει;» ρώτησε ο Φασέ γνέφοντας προς τα πάνω με μια κίνηση του τετράγωνου πιγουνιού του.
Ο Αμερικάνος καθηγητής αναστέναξε. Ήταν πολύ κουρασμένος για να παίξει αυτό το παιχνίδι.
«Ναι, η πυραμίδα σας είναι υπέροχη.»
Ο φασέ ρουθούνισε ενοχλημένος.
«Μια παραφωνία στο όμορφο Παρίσι.»
Πρώτο σφάλμα. Ο Λάνγκτον κατάλαβε ότι ο οικοδεσπότης του ήταν άνθρωπος που δύσκολα ικανοποιούνταν. Αναρωτήθηκε αν ο Φασέ γνώριζε πώς αυτή η πυραμίδα είχε κατασκευαστεί από 666 υαλοπίνακες, κατόπιν ρητής εντολής του Προέδρου Μιτεράν, ένα παράδοξο αίτημα, το οποίο απότελεσε έκτοτε αγαπημένο θέμα συζήτησης για τους θιασώτες των θεωριών συνομωσίας που υποστηρίζαν ότι το 666 είναι ο αριθμός του Σατανά. Ο Λάνγκτον αποφάσισε να μην το αναφέρει. Καθώς κατέβαινε όλο και πιο κάτω ο πελώριος χώρος του υπόγειου αιθρίου άρχισε σιγά σιγά να αναδύεται απότ ις σκιές. Χτισμένη δεκαοχτώ περίπου μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, η νεόδμητη αίθουσα υποδοχής του Λούβρου, με συνολικό εμβαδόν 21.500 τ.μ., θύμιζε απέραντο σπήλαιο. Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκε μάρμαρο στο χρώμα της ώχρας, ώστε να ταιριάζει με τη μελιά απόχρωσή της πέτρας στην πρόσοψη του Λούβρου μερικά μέτρα πιο πάνω. Η υπόγεια αίοθουσα συνήθως έσφυζε από ζωή, κατακλυσμένη από το φως του ήλιου και τις φωνές των τουριστών. Απόψε όμως ήταν έρημη και σκοτεινή, βυθισμένη σε μια ψυχρή ατμόσφαιρα που θυμίζει κρύπτη.»[…]
«Ο Φασέ σημείωσε πρόχειρα κάτι σε ένα μπλοκάκι. Καθώς περπατούσαν ο
Λάνγκτον διέκρινε φευγαλέα τη λιγότερο γνωστή πυραμίδα του Λούβρου, την
Ανεστραμμένη Πυραμίδα, έναν τεράστιο φεγγίτη που κρεμόταν ανάποδα από την
ορόφή, σαν σταλακτίτης. Ο αστυνόμος τον οδήγησε σε μια μικρή σκάλα, από όπου
ανέβηκαν στην είσοδο μιας αψιδωτής σήραγγας πάνω από την οποία υπήρχε μια
πινακίδα που έγραφε: ΝΤΕΝΟΝ. Η Πτέρυγα Ντενόν ήταν η πιο διάσημη από τις τρεις
κύριες πτέρυγες του Λούβρου.»[…] «Το ασανσέρ σταμάτησε
κάπως απότομα και οι πόρτες άνοιξαν. Ο Αμερικάνος βγήε γρήγορα στο διάδρομο, ανυπομονώντας να βρεθεί στον
ανοιχτό χώρο των φημισμένων ψηλοτάβανων αιθουσών του Λούβρου. Ο κόσμος στον
οποίο βρέθηκε όμως δεν έμοιαζε σε τίποτα με την εικόνα που είχε στο μυαλό του. Εκπληκτος, στάμτησε απότομα. Ο Φασέ γύρισε και τον κο΄ταξε. « Φαντάζαομαι, κύριε Λάνγκτον, ότι δεν έχετε δει άλλη φορά το Λούβρο σε
ώρες που δεν είναι ανοιχτό στο κοινό». Προφανώς όχι! Σκέφτηκε
εκείνος, προσπαθώντας να προσπανατολιστεί. Οι συνήθως άπλετα φωτισμένες αίθουσες του Λούβρου ήταν τρομακτικά
σκοτεινές αυτό το βράδυ. Αντί για το γνώριμο λευκό φως που έπεφτε από ψηλά, μια
θαμπή κόκκινη λάμψη έμοιαζε να ανε βαίνει προς τα πάνω από τα σοβατεπιά.
Σκόρπιες λιμνούλες από κόκκινο φως σχηματίζονταν πάνω στα πλακάκια των δαπέδων. Ενώ ο Λάνγκτον προσπαθούσε να διακρίνει το μισοσκότεινο διάδρομο, συνειδητοποίησε
ότι η εικόνα δε θα έπρεπε να τον αιφνιδιάσει. Όλες οι μεγάλες πινακοθήκες
χρησιμοποιούσαν κόκκινα φώτα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Τοποθετημένα σε
στρατηγικά σημεία, τα χαμηλήες έντασης ειδικά αυτά φώτα επέτρεπαν στο προσωπικό
να κινείται με άνεση στους διαδρόμους, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσαν το χώρο
σχετικά σκοτεινό, ώστε να επιβραδύνεται η διαδικασία ξεθωριάμσατος των πινάκων
από την υπερβολική έκθεση στο φως. Αυτό το βράδυ στο μουσείο επικρατούσε μια σχεδόν
πνιγηρή ατμόσφαιρα. Μακριές σκιές παραμόνευαν παντού, ενώ η συνήθως αέρινη
αψιδωτή οφορή έμοιαζε να χάνεται μέσα σε ένα απειλητικό κατάμαυρο κενό.»
« «Από δω», είπε ο Φασέ, στρίβοντας απότομα δεξιά, για να περάσει, μέσα από μια σειρά αιθουσών που επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Ο Λάνγκτον τον ακολούθησε σταθερά, με την όρασή του να προσαρμόζεται στο σκοτάδι σταδιακά. Ολόγυρά του διάφορες μεγάλες ελαιογραφίες άρχισαν να υλοποιούνται μπροστά στα μάτια του, σαν φωτογραφίες που εμφανίζονταν σε έναν πελώριο σκοτεινό θάλαμο. Μπορούσε να νιώσει αόρατα μάτια να τον παρακολουθούν καθώς διέσχιζε τις αίθουσες, Μπορούσε να γευτεί τη γνώριμη ταγκίλα του αέρα των μουσείων, ενός αέρα ξηρού, απιονισμένου, με μια σχεδόν ανεπαίσθητη μυρωδιά κάρβουνου, αποτέλεσμα της λειτουργίας των βιομηχανικών αφυγραντικών με φίλτρα άνθρακα σε εικοσιτετράωρη βάση, προκειμένου να εξουδετερώσουν τη διαβρωτική δράση του διοξειδίου του άνθρακα που απέβαλλαν στην ατμόσφαιρα κατά την εκπνοή τους οι επισκέπτες. Τοποθετημένες σε διάφορα σημεία ψηλά πάνω στους τοίχους, οι ορατές κάμερες ασφαλείας έστελναν ένα σαφές μήνυμα στους επισκέπτες: Σας βλέπουμε. Μην αγγίζετε τίποτα. « Είναι καμία από αυτές αληθινή;» ρώτησε ο Λάνγκτον γνέφοντας από τις κάμερες. Ο Φασέ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Φυσικά όχι». Ο Ρόμπερτ δεν εξεπλάγη. Η εποπτεία ενός μουσείου τέτοιου μεγέθους με κλειστό κύκλωμα ήταν απαγορευτική από άποψη κόστους και αναποτελεσματική. Καθώς οι αίθουσες που έπρεπε να παρακολουθούνται είχαν συνολικό εμβαδόν πολλών στρεμμάτων, θα απαιτούνταν οι υπηρεσίες αρκετών εκατοντάδων ανθρώπων απλώς και μόνο για να παρακολουθούν τις εικόνες που θα έστελναν οι κάμερες. Τα περισσότερα μεγάλα μουσεία χρησιμοποιούσαν πλέον μέτρα ασφαλείας που επικεντρώνονταν στον αποκλεισμό των χώρων που εντοπιζόταν το πρόβλημα. Ξεχάστε την προσπάθεια να κρατήσετε έξω τους κλέφτες. Εγκλωβίστε τους μέσα. Αυτό το σύστημα ασφαλείας βρισκόταν σε λειτουργία τις ώρες που το μουσείο έκλεινε για το κοινό. Αν κάποιος εισβολέας μετακινούσε έργο τέχνης από τη θέση του, οι έξοδοι του τομέα όπου επιχειρούνταν η κλοπή σφραγίζονταν αυτόματα και ο κλέφτης βρισκόταν πίσω από κάγκελα πριν ακόμα καταφτάσει η αστυνομία. Ήχοι από φωνές αντήχησαν σε κάποιο σημείο του μαρμάρινου διαδρόμου μπροστά τους. Ο θόρυβος έμοιαζε να έρχεται από μια μεγάλη εσοχή στα δεξιά. Δυνατό φως ξεχυνόταν στο διάδρομο. «Το γραφείο του εφόρου», είπε ο αστυνομικός.
Καθώς εκείνος και ο Φασέ πλησίασαν στην εσοχή, ο Λάνγκτον διέκρινε ένα μικρό εγκάρσιο διάδρομο που κατέληγε στον πο9λυτελή χώρο μελέτης του Σονιέρ: θερμικό ξύλο, πίνακες των παλαιών Μεγάλων Δασκάλων και ένα τεράστιο γραφείο-αντίκα, πάνω στο οποίο βρισκόταν το μοντέλο ενός ιππότη με πανοπλία ύψους εξήντα περίπου εκατοστών. Στην αίθουσα επικρατούσε οργασμός δραστηριότητας, καθώς αρκετοί αστυνομικοί μιλούσαν σε διάφορα τηλέφωνα και κρατούσαν σημειώσεις.»[…] «Πλησιάζοντας ο Λάνγκτον διαπίστωσε ότι η είσοδος στη Μεγάλη Στοά είχε σφραγιστεί με μια τεράστια ατσαλένια καγκελόπορτα, που παρέπεμπε σε κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το Μεσαίωνα για να κρατήσει μακριά ορδές εχθρών. «Περιοριστικά μέτρα ασφαλείας», είπε ο Φασέ πηγαίνοντας κοντά στην καγκελόπορτα. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι φαινόταν ότι η πόρτα μπορούσε να σταματήσει άρμα μάχης. Φτάνοντας μπροστά της, ο Λάνγκτον κοίταξε ανάμεσα από τις κιγκλίδες, προσπαθώντας να διακρίνει κάτι μέσα στο ημίφως της Μεγάλης Στοάς.»
Μυθιστόρημα: Ο Κώδικας DA Vinci
Τα αποσπάσματα ποικίλουν, άλλα με λιγότερο άλλα με περισσότερο ενδιαφέρον, δεν παύουν, ωστόσο, να αποτελούν μια μοναδική αφήγηση-περιγραφή του χώρου. Ο συγγραφέας παρουσιάζει το κτίριο με μια απρόσμενη οπτική. Επιτυγχάνει δε να αποδώσει μια ξεχωριστή ομορφιά στους χώρους που περιγράφει, αλλά και να τους προσδώσει επιπλέον στοιχεία. Βρίσκω ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς παρουσιάζεται το μουσείο του Λούβρου με μια διαφορετική και ασυνήθιστη ματιά. Όσοι έχουν επισκεφθεί το χώρο θα τον έχουν ζήσει πιθανώς σε συνθήκες πολυκοσμίας και ισχυρού φωτισμού. Εδώ έχουμε την παρουσίαση του όταν ο χώρος είναι άδειος και σκοτεινός στα πλαίσια μιας δραματικής αφήγησης.
Ο Λάνγκτον τον ακολούθησε σταθερά, με την όρασή του να προσαρμόζεται στο σκοτάδι σταδιακά. Ολόγυρά του διάφορες μεγάλες ελαιογραφίες άρχισαν να υλοποιούνται μπροστά στα μάτια του, σαν φωτογραφίες που εμφανίζονταν σε έναν πελώριο σκοτεινό θάλαμο. Μπορούσε να νιώσει αόρατα μάτια να τον παρακολουθούν καθώς διέσχιζε τις αίθουσες, Μπορούσε να γευτεί τη γνώριμη ταγκίλα του αέρα των μουσείων, ενός αέρα ξηρού, απιονισμένου, με μια σχεδόν ανεπαίσθητη μυρωδιά κάρβουνου, αποτέλεσμα της λειτουργίας των βιομηχανικών αφυγραντικών με φίλτρα άνθρακα σε εικοσιτετράωρη βάση, προκειμένου να εξουδετερώσουν τη διαβρωτική δράση του διοξειδίου του άνθρακα που απέβαλλαν στην ατμόσφαιρα κατά την εκπνοή τους οι επισκέπτες. Τοποθετημένες σε διάφορα σημεία ψηλά πάνω στους τοίχους, οι ορατές κάμερες ασφαλείας έστελναν ένα σαφές μήνυμα στους επισκέπτες: Σας βλέπουμε. Μην αγγίζετε τίποτα. « Είναι καμία από αυτές αληθινή;» ρώτησε ο Λάνγκτον γνέφοντας από τις κάμερες. Ο Φασέ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Φυσικά όχι». Ο Ρόμπερτ δεν εξεπλάγη. Η εποπτεία ενός μουσείου τέτοιου μεγέθους με κλειστό κύκλωμα ήταν απαγορευτική από άποψη κόστους και αναποτελεσματική. Καθώς οι αίθουσες που έπρεπε να παρακολουθούνται είχαν συνολικό εμβαδόν πολλών στρεμμάτων, θα απαιτούνταν οι υπηρεσίες αρκετών εκατοντάδων ανθρώπων απλώς και μόνο για να παρακολουθούν τις εικόνες που θα έστελναν οι κάμερες. Τα περισσότερα μεγάλα μουσεία χρησιμοποιούσαν πλέον μέτρα ασφαλείας που επικεντρώνονταν στον αποκλεισμό των χώρων που εντοπιζόταν το πρόβλημα. Ξεχάστε την προσπάθεια να κρατήσετε έξω τους κλέφτες. Εγκλωβίστε τους μέσα. Αυτό το σύστημα ασφαλείας βρισκόταν σε λειτουργία τις ώρες που το μουσείο έκλεινε για το κοινό. Αν κάποιος εισβολέας μετακινούσε έργο τέχνης από τη θέση του, οι έξοδοι του τομέα όπου επιχειρούνταν η κλοπή σφραγίζονταν αυτόματα και ο κλέφτης βρισκόταν πίσω από κάγκελα πριν ακόμα καταφτάσει η αστυνομία. Ήχοι από φωνές αντήχησαν σε κάποιο σημείο του μαρμάρινου διαδρόμου μπροστά τους. Ο θόρυβος έμοιαζε να έρχεται από μια μεγάλη εσοχή στα δεξιά. Δυνατό φως ξεχυνόταν στο διάδρομο. «Το γραφείο του εφόρου», είπε ο αστυνομικός.
Καθώς εκείνος και ο Φασέ πλησίασαν στην εσοχή, ο Λάνγκτον διέκρινε ένα μικρό εγκάρσιο διάδρομο που κατέληγε στον πο9λυτελή χώρο μελέτης του Σονιέρ: θερμικό ξύλο, πίνακες των παλαιών Μεγάλων Δασκάλων και ένα τεράστιο γραφείο-αντίκα, πάνω στο οποίο βρισκόταν το μοντέλο ενός ιππότη με πανοπλία ύψους εξήντα περίπου εκατοστών. Στην αίθουσα επικρατούσε οργασμός δραστηριότητας, καθώς αρκετοί αστυνομικοί μιλούσαν σε διάφορα τηλέφωνα και κρατούσαν σημειώσεις.»[…] «Πλησιάζοντας ο Λάνγκτον διαπίστωσε ότι η είσοδος στη Μεγάλη Στοά είχε σφραγιστεί με μια τεράστια ατσαλένια καγκελόπορτα, που παρέπεμπε σε κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το Μεσαίωνα για να κρατήσει μακριά ορδές εχθρών. «Περιοριστικά μέτρα ασφαλείας», είπε ο Φασέ πηγαίνοντας κοντά στην καγκελόπορτα. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι φαινόταν ότι η πόρτα μπορούσε να σταματήσει άρμα μάχης. Φτάνοντας μπροστά της, ο Λάνγκτον κοίταξε ανάμεσα από τις κιγκλίδες, προσπαθώντας να διακρίνει κάτι μέσα στο ημίφως της Μεγάλης Στοάς.»
Μυθιστόρημα: Ο Κώδικας DA Vinci
Τα αποσπάσματα ποικίλουν, άλλα με λιγότερο άλλα με περισσότερο ενδιαφέρον, δεν παύουν, ωστόσο, να αποτελούν μια μοναδική αφήγηση-περιγραφή του χώρου. Ο συγγραφέας παρουσιάζει το κτίριο με μια απρόσμενη οπτική. Επιτυγχάνει δε να αποδώσει μια ξεχωριστή ομορφιά στους χώρους που περιγράφει, αλλά και να τους προσδώσει επιπλέον στοιχεία. Βρίσκω ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς παρουσιάζεται το μουσείο του Λούβρου με μια διαφορετική και ασυνήθιστη ματιά. Όσοι έχουν επισκεφθεί το χώρο θα τον έχουν ζήσει πιθανώς σε συνθήκες πολυκοσμίας και ισχυρού φωτισμού. Εδώ έχουμε την παρουσίαση του όταν ο χώρος είναι άδειος και σκοτεινός στα πλαίσια μιας δραματικής αφήγησης.
Το Μουσείο του Λούβρου
μέσα από τον Dan Brown (Μέρος 1ο)
«Μουσείο
Λούβρου, Παρίσι
22:46
Ο διακεκριμένος έφορος Ζακ Σονιέρ πέρασε τρεκλίζοντας την αψίδα της Μεγάλης Στοάς του μουσείου. Όρμησε πάνω στον κοντινότερο πίνακα που μπορούσε να διακρίνει, ένα έργο του Καραβάτζιο. Γαντζώνοντας τα δάχτυλά του πάνω στην επίχρυση κορνίζα, ο εβδομηνταεξάχρονος άντρας τράβηξε το αριστούργημα προς το μέρος του, μέχρι που τελικά κατάφερε να το αποσπάσει βίαια από τον τοίχο. Ο Σονιέρ κατέρρευσε προς τα πίσω κάτω από το βάρος του καμβά.
Όπως το περίμενε, κάπου κοντά του ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος μιας μεταλλικής καγκελόπορτας που κατέβηκε με δύναμη, σφραγίζοντας την είσοδο της στοάς. Το ξύλινο δάπεδο τραντάχτηκε. Κάπου στο βάθος ένας συναγερμός άρχισε να χτυπά.
Ο έφορος έμεινε ακίνητος για λίγο, παλεύοντας να πάρει ανάσα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Είμαι ακόμα ζωντανός. Σύρθηκε για να απεγκλωβιστεί από τον καμβά, ερευνώντας ταυτόχρονα με το βλέμμα τον αχανή χώρο για να βρει κάποιο σημείο να κρυφτεί.
Ακούστηκε μια φωνή, ανατριχιαστικά κοντά:
«Ακίνητος!»
Πεσμένος στα τέσσερα, ο έφορος μαρμάρωσε στη θέση του και γύρισε αργά το κεφάλι του.
Πέντε μόλις μέτρα πιο πέρα, πίσω από τη σφραγισμένη είσοδο της γαλαρίας, διέκρινε τη θηριώδη σιλουέτα του άντρα που του είχε επιτεθεί. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω του ανάμεσα από τις σιδερένιες κιγκλίδες. Ο άντρας ήταν ψηλός και με φαρδιές πλάτες, η επιδερμίδα του χλομή σαν φαντάσματος και τα μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να αραιώνουν επικίνδυνα, ήταν κάτασπρα. Μπορούσε να διακρίνει τις ροζ ίριδες με τις σκούρες κόκκινες κόρες των ματιών του. Ο αλμπίνος έβγαλε ένα πιστόλι μέσα από το παλτό του και έστρεψε την κάννη του κατευθείαν πάνω στον έφορο μέσα από τα κάγκελα.»
Μυθιστόρημα: Ο Κώδικας DA Vinci
Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά την διήγησή του ο Dan Brown στο μυθιστόρημα του Ο Κώδικας Da Vinci στο χώρο του μουσείου του Λούβρου στο Παρίσι. Η σκηνή εκτυλίσσεται στο εσωτερικό του μουσείου μια προχωρημένη ώρα όπου το μουσείο έχει κλείσει για το κοινό. Η σκηνή έχει ένταση γεγονός που υποστηρίζεται από τη χαώδη εντύπωση που εύστοχα μας δημιουργεί ο συγγραφέας για το χώρο. Οι δύο άντρες είναι μόνοι τους στους αχανείς διαδρόμους του Λούβρου. Επιπλέον, ο συγγραφέας περιγράφει και ένα μέρος της ασφάλειας του κτιρίου το οποίο αποτελούν ορισμένες μεταλλικές καγκελόπορτες οι οποίες ενεργοποιούνται σε περίπτωση απομάκρυνσης κάποιου πίνακα.
22:46
Ο διακεκριμένος έφορος Ζακ Σονιέρ πέρασε τρεκλίζοντας την αψίδα της Μεγάλης Στοάς του μουσείου. Όρμησε πάνω στον κοντινότερο πίνακα που μπορούσε να διακρίνει, ένα έργο του Καραβάτζιο. Γαντζώνοντας τα δάχτυλά του πάνω στην επίχρυση κορνίζα, ο εβδομηνταεξάχρονος άντρας τράβηξε το αριστούργημα προς το μέρος του, μέχρι που τελικά κατάφερε να το αποσπάσει βίαια από τον τοίχο. Ο Σονιέρ κατέρρευσε προς τα πίσω κάτω από το βάρος του καμβά.
Όπως το περίμενε, κάπου κοντά του ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος μιας μεταλλικής καγκελόπορτας που κατέβηκε με δύναμη, σφραγίζοντας την είσοδο της στοάς. Το ξύλινο δάπεδο τραντάχτηκε. Κάπου στο βάθος ένας συναγερμός άρχισε να χτυπά.
Ο έφορος έμεινε ακίνητος για λίγο, παλεύοντας να πάρει ανάσα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Είμαι ακόμα ζωντανός. Σύρθηκε για να απεγκλωβιστεί από τον καμβά, ερευνώντας ταυτόχρονα με το βλέμμα τον αχανή χώρο για να βρει κάποιο σημείο να κρυφτεί.
Ακούστηκε μια φωνή, ανατριχιαστικά κοντά:
«Ακίνητος!»
Πεσμένος στα τέσσερα, ο έφορος μαρμάρωσε στη θέση του και γύρισε αργά το κεφάλι του.
Πέντε μόλις μέτρα πιο πέρα, πίσω από τη σφραγισμένη είσοδο της γαλαρίας, διέκρινε τη θηριώδη σιλουέτα του άντρα που του είχε επιτεθεί. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω του ανάμεσα από τις σιδερένιες κιγκλίδες. Ο άντρας ήταν ψηλός και με φαρδιές πλάτες, η επιδερμίδα του χλομή σαν φαντάσματος και τα μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να αραιώνουν επικίνδυνα, ήταν κάτασπρα. Μπορούσε να διακρίνει τις ροζ ίριδες με τις σκούρες κόκκινες κόρες των ματιών του. Ο αλμπίνος έβγαλε ένα πιστόλι μέσα από το παλτό του και έστρεψε την κάννη του κατευθείαν πάνω στον έφορο μέσα από τα κάγκελα.»
Μυθιστόρημα: Ο Κώδικας DA Vinci
Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά την διήγησή του ο Dan Brown στο μυθιστόρημα του Ο Κώδικας Da Vinci στο χώρο του μουσείου του Λούβρου στο Παρίσι. Η σκηνή εκτυλίσσεται στο εσωτερικό του μουσείου μια προχωρημένη ώρα όπου το μουσείο έχει κλείσει για το κοινό. Η σκηνή έχει ένταση γεγονός που υποστηρίζεται από τη χαώδη εντύπωση που εύστοχα μας δημιουργεί ο συγγραφέας για το χώρο. Οι δύο άντρες είναι μόνοι τους στους αχανείς διαδρόμους του Λούβρου. Επιπλέον, ο συγγραφέας περιγράφει και ένα μέρος της ασφάλειας του κτιρίου το οποίο αποτελούν ορισμένες μεταλλικές καγκελόπορτες οι οποίες ενεργοποιούνται σε περίπτωση απομάκρυνσης κάποιου πίνακα.
Στη συνέχεια του βιβλίου συναντάμε περιγραφή της εισόδου του μουσείου μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή. Η αφήγηση ξεκινά στην πλατεία του μουσείου και περιλαμβάνει την είσοδο του πρωταγωνιστή στο Λούβρο. «Άρχισε να βαδίζει προς την υγρή θολούρα που σηκωνόταν από τα σιντριβάνια, κυριευμένος από μια μάλλον δυσάρεστη αίσθηση ότι διέσχιζε τα φανταστικά σύνορα για έναν άλλο κόσμο. Το παράξενο συναίσθημα ότι κινούνταν μέσα σε ένα όνειρο το κυρίεψε ξανά. Είκοσι λεπτά πριν κοιμόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Τώρα βρισκόταν μπροστά σε μια διάφανη πυραμίδα που κατασκευάστηκε με εντολή της « Σφίγγας», περιμένοντας έναν αστυνομικό που τον φώναζαν «Ταύρο». Βρίσκομαι εγκλωβισμένος σε κάποιον πίνακα του Σαλβατόρ Νταλί, σκέφτηκε. Ο Λάνγκτον προχώρησε προς την κεντρική είσοδο με μεγάλα βήματα. Βρέθηκε μπροστά σε μια τεράστια περιστρεφόμενη πόρτα. Ο προθάλαμος που ανοιγόταν πίσω της ήταν βυθισμένος στο ημίφως και έμοιαζε άδειος. Μήπως να χτυπήσω; Αναρωτήθηκε αν υπήρχε κανείς ανάμεσα στους σεβάσμιους αιγυπτιολόγους του Χάρβαρντ που να είχε κρούσει την πόρτα μιας πυραμίδας περιμένοντας απάντηση. Σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει το γυαλί, όμως μέσα από τα σκοτάδια στο βάθος αναδύθηκε ξαφνικά μια φιγούρα, ανεβαίνοντας με μεγάλα βήματα μια γυριστή σκάλα.» |
|